- αψυχαγώγητος
- η , ο [ος , ον ]1) не развлекавшийся, не веселившийся; 2) неспособный развлекаться, веселиться
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αψυχαγώγητος — η, ο (Α ἀψυχαγώγητος, ον) νεοελλ. αυτός που δεν ψυχαγωγήθηκε αρχ. αυτός που δεν ψυχαγωγεί … Dictionary of Greek
αψυχαγώγητος — η, ο αυτός που δεν ψυχαγωγήθηκε: Τα παιδιά δεν πρέπει να μένουν αψυχαγώγητα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀψυχαγωγήτως — ἀψυχαγώγητος not rejoicing the heart adverbial ἀψυχαγώγητος not rejoicing the heart masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀψυχαγώγητον — ἀψυχαγώγητος not rejoicing the heart masc/fem acc sg ἀψυχαγώγητος not rejoicing the heart neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)